εξελληνισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξελληνισμός < εξελληνίζ(ω) + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εξελληνισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξελληνίζω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξελληνισμός