εξερευνώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξερευνώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐξερευνῶ, συνηρημένος τύπος του ἐξερευνάω < ἐξ + ἐρευνάω / ἐρευνῶ < ἔρευνα < ἔρομαι < πρωτοελληνική *erwomai (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική explorer & από την αγγλική explore)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.kse.ɾevˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξε‐ρευ‐νώ
- παλιότερος συλλαβισμός : εξ‐ε‐ρευ‐νώ
Ρήμα
[επεξεργασία]εξερευνώ, αόρ.: εξερεύνησα, παθ.φωνή: εξερευνώμαι, π.αόρ.: εξερευνήθηκα, μτχ.π.π.: εξερευνημένος
- ερευνώ, ψάχνω κάποιον τόπο, για να τον γνωρίζω (ιδίως τα γεωγραφικά του χαρακτηριστικά)
- (σπάνιο) μελετώ (εξονυχιστικά)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εξερευνώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)