επά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επά < επ' αυτού > επατού > επά (με διαχρονική υποχώρηση - αφαίρεση γραμμάτων και συλλαβής) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίρρημα[επεξεργασία]
επά
- (ιδιωματικό, ιδίως στα κρητικά) εδώ, με γενική έννοια, χωρίς ακριβή προσδιορισμό(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επά
|