επίρριψη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επίρριψη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επίρριψη θηλυκό

  • (λόγιο) καταλογισμός ευθύνης, απόδοση ευθύνης
    Γκρίνια και επίρριψη ευθυνών στο εσωτερικό της ομάδας μπάσκετ επικράτησε μετά τη βαριά ήττα από μία υποδεέστερης αξίας ομάδα.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]