επενεργώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επενεργώ < επ(ι)- + ενεργώ και μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική einwirken[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.pe.neɾˈɣo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πε‐νερ‐γώ
Ρήμα
[επεξεργασία]επενεργώ , πρτ.: επενεργούσα, στ.μέλλ.: θα επενεργήσω, αόρ.: επενέργησα (χωρίς παθητική φωνή)
- επιδρώ σε κάτι
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]καθαρεύσουσα:
- ἐπενεργῶ
- ἐπενεργῶν, ἐπενεργοῦσα, ἐπενεργοῦν (μετοχή)
Κλίση
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ επενεργώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)