επιδοσιπαγής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

επιδοσιπαγής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

επιδοσιπαγής

  1. που σχετίζεται με την επίδοση
    επιδοσιπαγές μισθολόγιο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]