επικασσιτέρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | επικασσιτέρωση | οι | επικασσιτερώσεις |
γενική | της | επικασσιτέρωσης* | των | επικασσιτερώσεων |
αιτιατική | την | επικασσιτέρωση | τις | επικασσιτερώσεις |
κλητική | επικασσιτέρωση | επικασσιτερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, επικασσιτερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επικασσιτέρωση < επικασσιτερώνω + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επικασσιτέρωση θηλυκό
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του επικασσιτερώνω
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επικασσιτέρωση
|