επικοινωνήσω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]επικοινωνήσω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επικοινωνώ
- θα επικοινωνήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επικοινωνώ