επικουρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επικουρία οι επικουρίες
      γενική της επικουρίας των επικουριών
    αιτιατική την επικουρία τις επικουρίες
     κλητική επικουρία επικουρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επικουρία < ἐπί + -κοῦρος "δρομαίος" < λατ. curro "τρέχω"

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

επικουρία θηλυκό

  1. η συνδρομή, η βοήθεια
  2. (στρατ.) η εφεδρική δύναμη για τη βοήθεια των μαχόμενων

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]