επιτρέπεται

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
επιτρέπεται < τρίτο πρόσωπο παθητικής φωνής του επιτρέπω

επιτρέπεται

Το κάπνισμα επιτρέπεται μόνο στον κήπο.
  • με ερωτηματικό χρησιμοποιείται για να ζητήσει την άδεια
Επιτρέπεται να καθίσω;


Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]