επωνυμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επωνυμία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπωνυμία. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + -ωνυμία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.po.niˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πω‐νυ‐μί‐α
- τονικό παρώνυμο: επωνύμια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επωνυμία θηλυκό
- το επίσημη ονομασία μιας επιχείρησης, εταιρείας, συλλόγου, ιδρύματος, κ.λπ.
- κάποια πρόσθετη ονομασία (όπως των αρχαίων θεών)
- ↪ Βάκχος: επωνυμία του θεού Διονύσου
- → δείτε τους όρους προσωνυμία και προσωνύμιο
Ταυτόσημο
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις επί και όνομα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επωνυμία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα επ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ωνυμία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)