εσκεμμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εσκεμμένα < εσκεμμένος + -α < αρχαία ελληνική ἐσκεμμένος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.sceˈme.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐σκεμ‐μέ‐να
Επίρρημα
[επεξεργασία]εσκεμμένα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εσκεμμένα