εταίρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εταίρα οι εταίρες
      γενική της εταίρας των εταιρών
    αιτιατική την εταίρα τις εταίρες
     κλητική εταίρα εταίρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εταίρα < αρχαία ελληνική ἑταῖρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /eˈte.ɾa/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εταίρα θηλυκό

  • (επάγγελμα) πόρνη της αρχαιότητας που εκτός από τις υπηρεσίες πορνείας διέθετε ευρεία μόρφωση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]