ετών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ετών
- γενική πληθυντικού του έτος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται για την ηλικία όπως και το χρονών
- πόσων ετών είστε; Είμαι πενηντατριών ετών