ευαρεστώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐαρεστῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευαρεστώ < ελληνιστική κοινή εὐαρεστέω / εὐαρεστῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /e.va.ɾeˈsto/

ευαρεστώ (παθητική φωνή: ευαρεστούμαι)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]