ευμένεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευμένεια οι ευμένειες
      γενική της ευμένειας των ευμενειών
    αιτιατική την ευμένεια τις ευμένειες
     κλητική ευμένεια ευμένειες
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ευμένεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐμένεια[1] < εὐμενής < εὖ + μένος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /evˈme.ni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐μέ‐νει‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ευμένεια θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]