εὐλογέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εὐλογέω < εὖ + λόγος + -έω

εὐλογέω

  1. μιλώ καλά για κάποιον, επαινώ
  2. τιμώ
  3. υμνώ (μια θεότητα)
  4. (ως ευφημισμός) βλασφημώ