εὐμάρεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ευμάρεια, εὐμαρία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
εὐμᾰρεια-
ονομαστική εὐμάρει αἱ εὐμάρειαι
      γενική τῆς εὐμαρείᾱς τῶν εὐμαρειῶν
      δοτική τῇ εὐμαρεί ταῖς εὐμαρείαις
    αιτιατική τὴν εὐμάρειᾰν τὰς εὐμαρείᾱς
     κλητική ! εὐμάρει εὐμάρειαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  εὐμαρεί
γεν-δοτ τοῖν  εὐμαρείαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εὐμάρεια < εὐμαρ(ής), εὐμαρεσ- (εύκολος) + -εια

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εὐμάρεια, -ας θηλυκό

  1. ευχέρεια, ευκολία
  2. ευκινησία
  3. δεξιότητα
  4. καλοπέραση
  5. ευμάρεια

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]