εὐμολπέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Εὔμολπος

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εὐμολπέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

εὐμολπέω/ εὐμολπῶ

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις μολπεύω και μολπάζω

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]