ζεγκίνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζεγκίνης < (άμεσο δάνειο) τουρκική zengin (πλούσιος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζεγκίνης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζεγκίνης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014