ζουράρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ζουράρης < 'ζουράρης < (άμεσο δάνειο) βενετική usuraro[1] ή από την ιταλική usurario ή [2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ζουράρης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ζούρα ('ζούρα)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 775 usuraroBoerio, Giuseppe (1867) Dizionario del dialetto veneziano (Λεξικό της βενετικής διαλέκτου), Βενετία: G. Cecchini. 3η έκδοση @books.google.
  2. ’ζουράρης Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα]. 

Πηγές[επεξεργασία]