ζουρνάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ζουρνάς | οι | ζουρνάδες |
γενική | του | ζουρνά | των | ζουρνάδων |
αιτιατική | τον | ζουρνά | τους | ζουρνάδες |
κλητική | ζουρνά | ζουρνάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζουρνάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική zurna < περσική سرنای (surnāy)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζουρνάς αρσενικό
- (μουσικό όργανο) πνευστό λαϊκό όργανο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ζουρνάς στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)