ζωοφιλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζωοφιλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική zoophilie < γερμανική Zoophilie < νεολατινική zoophilia < αρχαία ελληνική ζῷον + φίλος, ζωο- + -φιλία
- ο όρος επινοήθηκε στα 1886 από τον Richard von Krafft-Ebing στο βιβλίο του Psychopathia Sexualis
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zo.o.fiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζω‐ο‐φι‐λί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζωοφιλία θηλυκό
- η συνήθης χρήση: η αγάπη και το έμπρακτο ενδιαφέρον για τα ζώα
- άλλες μορφές: φιλοζωία
- ως μετάφραση του zoophilia: (ψυχιατρική) σεξουαλική έλξη (παραφιλία) που εκδηλώνεται ως ασυνήθιστο ενδιαφέρον (ενίοτε και σεξουαλικό) προς τα ζώα
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη φίλος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (για την παραφιλία): ζωοφθορία, ζωολαγνεία, κτηνοβασία
- ζωοφιλία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγάπη για τα ζώα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ζωο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)