ζώνη ασφαλείας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ζώνη ασφαλείας | οι | ζώνες ασφαλείας |
γενική | της | ζώνης ασφαλείας | των | ζωνών ασφαλείας |
αιτιατική | τη | ζώνη ασφαλείας | τις | ζώνες ασφαλείας |
κλητική | ζώνη ασφαλείας | ζώνες ασφαλείας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]ζώνη ασφαλείας θηλυκό
- ζώνη αυτοκινήτου που συγκρατεί τον επιβάτη στη θέση του σε περίπτωση απότοπου φρεναρίσματος ή σύγκρουσης, αποσκοπώντας στην αποφυγή τραυματισμού
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζώνη ασφαλείας