ηλιοστάσιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ηλιοστάσιο < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἡλιοστάσιον, μεταφραστικό δάνειο από τη μεσαιωνική λατινική solstitium < λατινική solstitium < sol + sisto.[1] Μορφολογικά αναλύεται σε ηλιο- + -στάσιο.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.li.oˈsta.si.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : η‐λι‐ο‐στά‐σι‐ο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ηλιοστάσιο ουδέτερο
- το ημερονύκτιο του έτους κατά το οποίο η χρονική διαφορά μεταξύ ημέρας και νύχτας μεγιστοποιείται
- θερινό ηλιοστάσιο: στις 21 Ιουνίου έχουμε τη μεγαλύτερη διάρκεια της ημέρας και τη μικρότερη νύχτα για όλο το έτος
- χειμερινό ηλιοστάσιο: στις 21 Δεκεμβρίου έχουμε τη μεγαλύτερη νύχτα και τη μικρότερη μέρα του έτους
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ηλιοστάσιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ηλιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -στάσιο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)