ημερο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ημερο- < ημέρα (: νερό)

Πρόθημα

[επεξεργασία]

ημερο- ή ημερό-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β΄ συνθετικό:
  1. σχετίζεται με την ημέρα
  2. γίνεται στη διάρκεια της ημέρας

Σύνθετα

[επεξεργασία]