ηωσινόφιλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ηωσινόφιλα < αγγλικά eosinophils < ηωσίνη + φιλώ
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.o.siˈno.fi.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηωσινόφιλα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- λευκά αιμοσφαίρια υπεύθυνα για την καταπολέμηση παρασίτων στο σώμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηωσινόφιλα