θέρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷʰer-[1] (θερμός, ζεστός)

Ρήμα[επεξεργασία]

θέρω (παθητική φωνή: θέρομαι)

  1. ζεσταίνω, θερμαίνω
  2. διατηρώ ζεστό

Κλίση[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

Πηγές[επεξεργασία]