θέτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

θέτε

  1. β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος θέτω
  2. σε ερώτηση ή άρνηση: β' πληθυντικό οριστικής ενεστώτα του ρήματος θέλω (με υποχώρηση της συλλαβής λε στη δημώδη και νησιωτική διάλεκτο)
    "...μια λεμονάδα, μιά πορτοκαλάδα, μια σόδα... Τί θέτε;" (κινηματογραφική ατάκα)
    "τέλος πάντων δεν μου λέτε, / θέτε με ή δεν με θέτε;" (στίχος νησιώτικου τραγουδιού)