θεάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θεάνθρωπος < (ελληνιστική κοινή) θεάνθρωπος, αυτός που είναι και θεός και άνθρωπος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θεάνθρωπος αρσενικό