θεληματικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- θεληματικά < θεληματικός
Επίρρημα
[επεξεργασία]θεληματικά
- με θέληση, με αποφασιστικότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]θεληματικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θεληματικό