θεματοδότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεματοδότης αρσενικό (θηλυκό θεματοδότρια)
- αυτός που δημιουργεί τα θέματα (εξετάσεων)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- θεματοδότρια
- θεματοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις θέμα και δίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεματοδότης
|