θεσπίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]θεσπίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος θεσπίζω
- θα θεσπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος θεσπίζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]θεσπίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του θέσπιση