θηλαστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το θηλαστικό τα θηλαστικά
      γενική του θηλαστικού των θηλαστικών
    αιτιατική το θηλαστικό τα θηλαστικά
     κλητική θηλαστικό θηλαστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

θηλαστικό < ουδέτερο του θηλαστικός < θηλάζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θηλαστικό ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]

θηλαστικό: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

θηλαστικό