θηλυκό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | θηλυκό | τα | θηλυκά |
γενική | του | θηλυκού | των | θηλυκών |
αιτιατική | το | θηλυκό | τα | θηλυκά |
κλητική | θηλυκό | θηλυκά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- θηλυκό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θηλυκός. Εννοείται η λέξη γένος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλυκό ουδέτερο
- (γραμματική) το γένος ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων, αντωνυμιών που αντιστοιχεί στο βιολογικό γένος του θηλυκού. Για πράγματα και αφηρημένες έννοιες η αντιστοιχία είναι αυθαίρετη
- η σοφία και η δημοκρατία είναι θηλυκά
- το θηλυκό της αντωνυμίας κανείς είναι καμία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θηλυκό (γραμματική)
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- θηλυκό: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
θηλυκό