θητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μαθητεύω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θητεύω < αρχαία ελληνική θητεύω < θής

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θiˈte.vo/

θητεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]