θου Κύριε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

θου Κύριε < (ελληνιστική κοινή): θοῦ, κύριε, φυλακὴν τῷ στόματί μου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη μου. Ψαλμός του Δαβίδ, 140, μετάφραση των Εβδομήκοντα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈθu ˈci.ɾi.e/

Έκφραση[επεξεργασία]

θου Κύριε

  • βοήθησέ με Θεέ μου να μην ξεστομίσω κάτι που δεν πρέπει (κυρίως κάτι που αφορά άλλους και τους εκθέτει - η φράση υπονοεί ότι βεβαίως υπάρχει κάτι επιλήψιμο, αλλά προτιμώ να μην το πω)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]