θρούμπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θρούμπι, θρούμπα
Satureja thymbra
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θρούμπη οι θρούμπες
      γενική της θρούμπης
    αιτιατική τη θρούμπη τις θρούμπες
     κλητική θρούμπη θρούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θρούμπη < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θρύμβη < αρχαία ελληνική θύμβρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈθɾum.bi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θρού‐μπη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θρούμπη θηλυκό

  1. (φυτό) άλλη μορφή του θρούμπι
  2. (φυτό) το θυμάρι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]