θυΐς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική θυΐς αἱ θυῗδες
      γενική τῆς θυῗδος τῶν θυΐδων
      δοτική τῇ θυῗδ ταῖς θυῗσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν θυῗδ τὰς θυῗδᾰς
     κλητική ! θυΐς* θυῗδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θυῗδε
γεν-δοτ τοῖν  θυΐδοιν
Με μακρό γιώτα στο θέμα -ίς -ῖδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «σφραγίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θυΐς < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

θυΐς, -ῖδος θηλυκό