θωρώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: θωρῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
θωρώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θωρῶ < θιωρῶ < αρχαία ελληνική θεωρῶ, συνηρημένος τύπος του θεωρέω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /θoˈɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θω‐ρώ

θωρώ/θωράω, πρτ.: θωρούσα, παθ.φωνή: θωριέμαι/θωρούμαι, μόνο σε ενεστώτα, παρατατικό ελλειπτικό ρήμα

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
θωρ- 

(κυρίως λογοτεχνικά)

και

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]