ιατροσυμβούλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ιατροσυμβούλιο | τα | ιατροσυμβούλια |
γενική | του | ιατροσυμβούλιου & ιατροσυμβουλίου |
των | ιατροσυμβούλιων & ιατροσυμβουλίων |
αιτιατική | το | ιατροσυμβούλιο | τα | ιατροσυμβούλια |
κλητική | ιατροσυμβούλιο | ιατροσυμβούλια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ιατροσυμβούλιο ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ιατροσυμβούλιο
|