ικιράμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ικιράμι | τα | ικιράμια |
γενική | του | ικιραμιού | των | ικιραμιών |
αιτιατική | το | ικιράμι | τα | ικιράμια |
κλητική | ικιράμι | ικιράμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ικιράμι < ικράμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική ikram
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ικιράμι ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ικιράμι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014