ιχνηλατώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰχνηλατῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιχνηλατώ < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἰχνηλατῶ, συνηρημένος τύπος του ἰχνηλατέω. Δείτε ἰχνηλάτης

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.xni.laˈto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐χνη‐λα‐τώ

ιχνηλατώ, αόρ.: ιχνηλάτησα, παθ.φωνή: ιχνηλατούμαι, π.αόρ.: ιχνηλατήθηκα, μτχ.π.π.: ιχνηλατημένος

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]