κάθισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κάθισμα τα καθίσματα
      γενική του καθίσματος των καθισμάτων
    αιτιατική το κάθισμα τα καθίσματα
     κλητική κάθισμα καθίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάθισμα < μεσαιωνική ελληνική κάθισμα[1] [2] (για τις θρησκευτικές σημασίες) < ελληνιστική κοινή κάθισμα[1] [2] < αρχαία ελληνική καθίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάθισμα ουδέτερο

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθίζω
  2. οποιοδήποτε έπιπλο χρησιμεύει για να κάθεται κάποιος
  3. ο τρόπος που έχει καθήσει κάποιος
  4. (ναυτικός όρος) προσάραξη πλεούμενου σε ρηχά
  5. (θρησκεία) τροπάριο κατά την ανάγνωση ή το ψάλσιμο τού οποίου οι πιστοί κάθονται
  6. (θρησκεία) μοναχική καλυβίτσα
    → δείτε τις λέξεις ερημητήριο και σκήτη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 κάθισμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. 2,0 2,1 κάθισμαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)