κάλλαϊς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κάλλαϊς | αἱ | καλλάϊδες |
γενική | τῆς | καλλάϊδος | τῶν | καλλαΐδων |
δοτική | τῇ | καλλάϊδῐ | ταῖς | καλλάϊσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κάλλαϊν | τὰς | καλλάϊδᾰς |
κλητική ὦ! | κάλλαϊ | καλλάϊδες | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καλλάϊδε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | καλλαΐδοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κάλλαϊς < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κάλλαϊς θηλυκό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ἔρις' προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)