κήξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κήξ αἱ κῆκες
      γενική τῆς κηκός τῶν κηκῶν
      δοτική τῇ κηκῐ́ ταῖς κηξῐ́(ν)
    αιτιατική τὴν κῆκ τὰς κῆκᾰς
     κλητική ! κήξ κῆκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κῆκε
γεν-δοτ τοῖν  κηκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κήξ < (ηχομιμητική λέξη)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κήξ θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]