καίσαρας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Καίσαρ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καίσαρας οι καίσαρες
      γενική του καίσαρα των καισάρων
    αιτιατική τον καίσαρα τους καίσαρες
     κλητική καίσαρα καίσαρες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καίσαρας < από το όνομα του Γαΐου Ιουλίου Καίσαρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καίσαρας αρσενικό

  1. τίτλος των συμβασιλέων της ρωμαϊκής τετραρχίας από τον Διοκλητιανό και έπειτα
  2. τίτλος των συμβασιλευόντων της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ο πρώτος μονάρχης είχε τον τίτλο του Αυγούστου


Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]