καθετοποίηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθετοποίηση οι καθετοποιήσεις
      γενική της καθετοποίησης* των καθετοποιήσεων
    αιτιατική την καθετοποίηση τις καθετοποιήσεις
     κλητική καθετοποίηση καθετοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθετοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθετοποίηση < κάθετος + -ποίηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική verticalization)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθετοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]