κακοσμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κακοσμία θηλυκό
- δυσάρεστη οσμή
- η τερηδόνα προκαλεί και κακοσμία του στόματος.
κακοσμία θηλυκό