καλοκάθομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]καλοκάθομαι
- κάθομαι άνετα, βολεύομαι
- Αντίθετα, εκμεταλλευόταν αυτές τις αντιθέσεις γιά νά καλοκάθεται ήσυχα στην εξουσία (Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Βυζάντιο 1, σελ. 155, Γιάννης Κωνσταντίνυ Κορδάτους, Νίκος Γ, Καραγιώργος)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καλοκάθομαι